Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών: Το Παλαιότερο Ερευνητικό Κέντρο στα Βαλκάνια
- Συγγραφέας: Σταύρος Δημητρακούδης
- 23-01-2024
- Δυσκολία: Εύκολο
- Κατηγορίες: Ιστορικά
Στις 26 Ιουνίου 1842 (με το παλιό ημερολόγιο, 8 Ιουλίου με το καινούργιο) ο ουρανός της κεντρικής Ευρώπης σκοτείνιασε από μία ολική έκλειψη Ηλίου (στην Ελλάδα, πιο νότια, φάνηκε σαν μερική έκλειψη). Η Ελλάδα είχε κλείσει μόλις δώδεκα χρόνια σαν ανεξάρτητο κράτος, όμως εκείνη την αστρονομικά σημαδιακή ημέρα θεμελιώθηκε επισήμως το Αστεροσκοπείο Αθηνών, στο Λόφο Νυμφών στο κέντρο της Αθήνας. Έξι χρόνια νωρίτερα είχε ιδρυθεί το Πανεπιστήμιο της Αθήνας (που τότε ονομαζόταν Οθώνειο Πανεπιστήμιο), ως το πρώτο πανεπιστήμιο των Βαλκανίων και της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου. Το Αστεροσκοπείο ήταν το πρώτο ερευνητικό κέντρο.
Η ίδρυση του Αστεροσκοπείου έγινε χάρη στη δωρεά ενός πλούσιου ομογενή, του βαρώνου Γεωργίου Σίνα. Η Ελλάδα ήταν ναυτικό έθνος και η αστρονομία ήταν από παλιά στενά συνδεδεμένη με τη ναυσιπλοΐα. Οι παρατηρήσεις του Αστεροσκοπείου, κυρίως για τον ακριβή υπολογισμό της ώρας κάθε μέρα, αναμενόταν έτσι να είναι πολύ χρήσιμες για την ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας. Από την αρχή της λειτουργίας του, όμως, και υπό την ηγεσία του πρώτου διευθυντή του, του αστρονόμου Γεωργίου Βούρη, υπήρχε και ένα διοπτρικό τηλεσκόπιο με διάμετρο φακού 158mm που χρησιμοποιήθηκε για καθαρά αστρονομικές παρατηρήσεις, χαρτογραφώντας τις θέσεις αστέρων στον καθαρό και νότιο (για τα ευρωπαϊκά δεδομένα) ουρανό της Αθήνας.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, υπό τη διεύθυνση του Julius Schmidt, πραγματοποιήθηκε η λεπτομερέστερη μέχρι τότε χαρτογράφηση της ορατής πλευράς της Σελήνης (Εικόνα 2). Την ίδια περίοδο, το Αστεροσκοπείο ξεκίνησε να ασχολείται πιο συστηματικά με τη μετεωρολογία (για την οποία γίνονταν μετρήσεις από την αρχή, και μέσω των οποίων το Αστεροσκοπείο έχει το πιο πλήρες αρχείο της περιόδου στη νοτιοανατολική Ευρώπη) και έπειτα με τη σεισμολογία. Αυτές οι τρεις επιστημονικές κατευθύνσεις θα εξελίσσονταν μετά από δεκαετίες στα τρία ινστιτούτα που απαρτίζουν το Αστεροσκοπείο σήμερα (Ινστιτούτο Αστρονομίας, Αστροφυσικής, Διαστημικών Επιστημών & Τηλεπισκόπησης, Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης, και Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, αντίστοιχα).
Έπειτα, τη δεκαετία του 1880 το Αστεροσκοπείο έπεσε σε δεινή οικονομική κατάσταση, λόγω του τέλους της χρηματοδότησης από την οικογένεια Σίνα. Το 1890 διασώθηκε από το ελληνικό κράτος, που το μετέτρεψε σε κρατικό ίδρυμα υπό τη νέα ονομασία Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Διευθυντής του ορίστηκε ο Δημήτριος Αιγινήτης, που θα γινόταν ο μακροβιότερος διευθυντής στην ιστορία του. Παρά την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας (ήταν μία δεκαετία χρεωκοπίας, Ολυμπιακών Αγώνων, και ενός ‘ατυχούς’ πολέμου), βρέθηκαν δωρεές από αρκετούς πλούσιους Έλληνες ώστε όχι μόνο να επανέλθει σε πλήρως λειτουργική κατάσταση αλλά να αποκτήσει και νέες εγκαταστάσεις και αναβαθμισμένες δραστηριότητες.
Το 1900, με την αλλαγή του αιώνα, ξεκίνησε η συστηματική παρακολούθηση της σεισμικότητας στην Ελλάδα, με το πρώτο σεισμογραφικό δίκτυο στη χώρα. Ταυτόχρονα, το Μετεωρολογικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου δρούσε σαν η πρώτη μετεωρολογική υπηρεσία της χώρας έως το 1931, οπότε και ιδρύθηκε η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, που ανέλαβε τα πιο πρακτικά του καθήκοντα. Έκτοτε, αποδεσμευμένο από την ανάγκη παροχής μετεωρολογικών υπηρεσιών, το Ινστιτούτο επικεντρώθηκε στην επιστημονική έρευνα πάνω στην ατμόσφαιρα, το κλίμα, και την αλληλεπίδρασή τους με εμάς. Τις αστρονομικές δραστηριότητες του Αστεροσκοπείου ανέλαβε το Αστρονομικό Ινστιτούτο το 1890 (την ίδια χρονιά που ιδρύθηκαν τα άλλα δύο ινστιτούτα), ενώ προστέθηκε ένα Ιονοσφαιρικό Ινστιτούτο το 1955, στις απαρχές της Διαστημικής Εποχής. Τα δύο αυτά ινστιτούτα συγχωνεύτηκαν τον 21ο αιώνα, μαζί με το βραχύβιο Ινστιτούτο Αστροσωματιδιακής Φυσικής.
Σήμερα, το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών είναι ένα από τα σημαντικότερα ερευνητικά κέντρα της Ελλάδας, με πάνω από 200 δημοσιεύσεις σε έγκριτα περιοδικά κάθε χρόνο από το ερευνητικό του προσωπικό (76 μόνιμοι ερευνητές και πολυάριθμοι μεταδιδακτορικοί, υποψήφιοι διδάκτορες, και τεχνικό προσωπικό, τη στιγμή της γραφής το 2024), περίπου οι μισές από τις οποίες στην αστροφυσική και τη φυσική διαστήματος. Οι κύριες εγκαταστάσεις του βρίσκονται πλέον στην Πεντέλη, οπότε το αρχικό του κτίριο, στον Λόφο των Νυμφών, έχει μετατραπεί σε μουσείο. Εκεί, οι επισκέπτες ξεναγούνται στην ιστορία του νεοκλασικού κτιρίου που προσέφερε τόσα στην απαρχή του σύγχρονου Ελληνικού κράτους, κάνουν παρατηρήσεις με το Τηλεσκόπιο Δωρίδη, με φακό διαμέτρου 40cm από το 1902, και απολαμβάνουν ίσως την καλύτερη θέα της Ακρόπολης. Η βιβλιοθήκη του, με εκατοντάδες παλιούς τόμους, αποτελεί έναν σπάνιο συνδετικό κρίκο με το επιστημονικό μας παρελθόν. Αλλά δεν είναι τόσο εμφανές το ότι πίσω από αυτόν τον ιστορικό, εμβληματικό χώρο κρύβεται ένα μεγάλο, σύγχρονο και δραστήριο ερευνητικό κέντρο.