Θετικές/αρνητικές επιδράσεις της UV και πρόληψη – Μέρος Γ
- Συγγραφέας: Γιώργος Κουνδουράκης
- 05-03-2023
- Τροποποίηση: 24-09-2023
- Δυσκολία: Εύκολο
- Κατηγορίες: Φυσική
“Από ποιες ακτινοβολίες μας προστατεύουν τα αντηλιακά; Τι είναι ο δείκτης SPF;”
Μπορείτε να βρείτε το πρώτο και το δεύτερο μέρος εδώ και εδώ, αντίστοιχα.
Η λογική έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες, σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη, μπορεί να έχει και θετικές επιδράσεις. Έχει βρεθεί ότι μπορεί να βοηθήσουν στη μείωση των παρενεργειών κάποιων εποχιακών συναισθηματικών διαταραχών, στην ψωρίαση, σε κάποιες σπάνιες μορφές σαρκοείδωσης, στη σπογγοειδή μυκητίαση και σε άλλες δερματικές παθήσεις. Σε αυτό το σημείο ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη συμβολή της υπεριώδους ακτινοβολίας στην παραγωγή της βιταμίνης D, αφού είναι εκείνη που ρυθμίζει την βιοχημική ισορροπία του φωσφόρου και του ασβεστίου του οργανισμού, ενώ η ανεπάρκειά της αποτελεί κύρια αιτία της οστεοπόρωσης [3]. Σύμφωνα με το Καρκινικό Συμβούλιο [9] η λογική χρήση αντηλιακού δεν εμποδίζει την ικανοποιητική παραγωγή και αποτελεσματικότητα της D. Ολιγόλεπτη έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία, ειδικά στις δικές μας μεσογειακές περιοχές, αρκεί για την παραγωγή της στη σωστή ποσότητα. Παρόλα αυτά, αν είμαστε ανεπαρκείς σε βιταμίνη D, η αύξηση της έκθεσης μας στην UV ακτινοβολία δεν ενδείκνυται και πρέπει να συμβουλευτούμε το γιατρό/διατροφολόγο μας για βιταμινικό συμπλήρωμα.
Η Διεθνής Επιτροπή για την Έρευνα στον Καρκίνο (IARC), του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) [2], έχει χαρακτηρίσει την υπεριώδη ακτινοβολία, τόσο την ηλιακή όσο και αυτή που εκπέμπεται από τους λαμπτήρες των μηχανημάτων τεχνητού μαυρίσματος, “καρκινογόνα” για τον άνθρωπο. Την έχει κατατάξει στην κατηγορία 1, κατηγορία στην οποία εντάσσονται τα ισχυρότερα καρκινογόνα, όπως είναι ο καπνός του τσιγάρου, ο αμίαντος, η ακτινοβολία γάμμα και το ραδόνιο.
Θα αναφέρουμε τις σημαντικότερες καρκινικές παθήσεις που έχουν, σε ποσοστό πάνω από 50%, κύριο αίτιο την υπεριώδη ακτινοβολία. Αυτές είναι:
α. το δερματικό κακοήθες μελάνωμα (CMM), ένας κακοήθης καρκίνος με υψηλά ποσοστά θνησιμότητας. Μεταξύ 50% και 90% του φορτίου της ασθένειας από το μελάνωμα οφείλεται στην έκθεση UV, όπως υπολογίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO).
β. το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα (SCC), ένα άλλο είδος κακοήθους καρκίνου δέρματος, που προχωρεί γενικά λιγότερο γρήγορα από το μελάνωμα και είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσει το θάνατο. Από το συνολικό νοσολογικό φορτίο του καρκινώματος αυτού, το 50%-70% αποδίδεται στην έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία.
γ. το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα (BCC), καρκίνος του δέρματος που εμφανίζεται, κυρίως, στους ηλικιωμένους και αυξάνεται αργά από τοπική εξάπλωση. Η δημιουργία του καρκινώματος αυτού είναι κατά 50-90% αποδοτέα στην έκθεση UV.
δ. το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του επιπεφυκότα και του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού (SCCC), ένας σπάνιος όγκος της επιφάνειας του ματιού. Περίπου 50-70% του φορτίου των ασθενειών λόγω SCCC αποδίδεται στην έκθεση UV. [2,3].
Ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) συστήνει τη χρησιμοποίηση αντηλιακών ευρέως φάσματος (προστασίας και από τις UVA ακτίνες), με SPF τουλάχιστον 15 και επάλειψη 15 λεπτά πριν την έκθεση. Σπουδαιότερης σημασίας και από τον ίδιο τον δείκτη προστασίας είναι η τακτική ανανέωση στην εφαρμογή του αντηλιακού ή οποία πρέπει να γίνεται τουλάχιστον ανά 2 ώρες, καθώς και αμέσως μετά από το θαλάσσιο λουτρό ή την έντονη εφίδρωση [10].
Οι δείκτες SPF είναι ενδεικτικοί και ισχύουν σε ιδανικές εργαστηριακές συνθήκες! Θεωρητικά, ο SPF 15 (93% απόδοση) επιτρέπει 7 από τα 100 φωτόνια να περάσουν, όπως ήδη έχουμε αναφέρει. Ο SPF 30 (97% προστασία) επιτρέπει 3 από τα 100 φωτόνια να μας προσβάλλουν. Η διαφορά, όμως, μειώνεται στους μεγάλους δείκτες, αφού, όπως είδαμε, η διαφορά δείκτη 30 με 50 είναι σχεδόν 1%. Επομένως, οι δείκτες 30 και πάνω είναι το ίδιο σχεδόν αποτελεσματικοί, αν τηρούμε το πρόγραμμα ανανέωσης του αντηλιακού.
Η ακτινοβολία UVA, μπορεί να περάσει μέσα από το τζάμι. Γι’ αυτό κατά την οδήγηση, στο λεωφορείο κ.ο.κ., συνεχίζουμε να είμαστε εκτεθειμένοι!
Τα μάτια μας προστατεύονται, κυρίως, από τα φρύδια, οπότε, σε αντίθεση με το δέρμα, είναι εκτεθειμένα κατά την ανατολή και δύση του Ήλιου, όταν οι ακτίνες του βρίσκονται σε ευθυγράμμιση με αυτά. Τα καλά γυαλιά απορρόφησης των UV επομένως είναι απαραίτητα. Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί έρευνα για απορροφητικούς UV φακούς επαφής, με έγκριση από τον FDA φωτοχρωμικών απορροφητικών φακών!
Αντιοξειδωτικές φυσικές ουσίες, όπως η φορσκολίνη, που εξάγεται από το τροπικό πολυετές φυτό Plectranthus barbatus (Coleus forskohlii), μελετώνται σήμερα ως μέσα ενίσχυσης, προστασίας και αποκατάστασης από την αυξημένη μοριακή/κυτταρική ζημιά που προκαλεί η υπεριώδης ακτινοβολία [11,12].
Καλό γυαλί ηλίου, πλατύγυρο χονδρό καπέλο, αντηλιακός δείκτης 30 και πάνω, αντίστοιχος δείκτης UPF για τα ρούχα μας, με τη μέγιστη σωματική κάλυψη, αποτελούν το τέλειο “πακέτο” για τη μέγιστη UV “θωράκιση”. Φυσικά, το καλύτερο είναι ένα ωραίο και σκιερό μέρος, μακριά από ανακλαστικές επιφάνειες (π.χ. την παραλιακή άμμο).
Επιπλέον πηγές:
[1] Επιστήμης Εξηγήσεις, 7-7-2021, Γνώμες, GOODnet.
[2] Έκθεση στον ήλιο / σε υπεριώδη ακτινοβολία και Γιατί είναι σημαντικό να αποφεύγεται η υπερβολική έκθεση στον ήλιο;, WHO.
[3] BRUMMITTE DALE WILSON et al, “Comprehensive Review of Ultraviolet Radiation and the Current Status on Sunscreens“, J Clin Aesthet Dermatol. 2012;5(9):18–23.
[4] John D’Orazio et al, “UV Radiation and the Skin”, Int. J. Mol. Sci. 2013, 14, 12222-12248.
[5] Επιστήμης Εξηγήσεις, 30-06-2021, Γνώμες, GOODnet.
[6] ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΙΩΔΟΥΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ (UVNET).
[7] SUNSCREEN in UV, Physics Girl, κανάλι YouTube.
[8] The World in UV, Veritasium, κανάλι YouTube.
[9] ΚΑΡΚΙΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, Sunscreen FAQs.
[10] FDA, regulation to make sure that sunscreens are safe and effective.
[11] Alexandra Amaro-Ortiz et al, “Ultraviolet Radiation, Aging and the Skin: Prevention of Damage by Topical cAMP Manipulation“, Molecules 2014, 19, 6202-6219.
[12] Haritha Kanne et al, Extraction and elemental analysis of Coleus forskohlii extract, Pharmacognosy Res. 2015 Jul-Sep; 7(3): 237–241.